προπαρασκευάζει

προπαρασκευάζει
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
pres ind mp 2nd sg
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
pres ind act 3rd sg
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
pres ind mp 2nd sg
προπαρασκευάζω
prepare beforehand
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αμφιδιόρθωσις — ἀμφιδιόρθωσις ( εως), η (Α) ρητορικό σχήμα, κατά το οποίο ο ρήτορας προπαρασκευάζει κάποια υπερβολική έκφραση για να τήν επανορθώσει έπειτα ο ίδιος αποτελεί συνδυασμό τών ρητορικών σχημάτων τής προδιορθώσεως και επιδιορθώσεως. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι… …   Dictionary of Greek

  • ετοιμαστής — ἑτοιμαστής, ὁ (Α) [ετοιμάζω] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει κάτι («ὢν γὰρ ἑτοιμαστὴς καὶ παρασκευαστὴς ὁ θεὸς ἀγαθῶν», Ιωάνν. Χρυσ.) …   Dictionary of Greek

  • ετοιμαστικός — ἑτοιμαστικός, ή, όν (Α) [ετοιμαστής] αυτός που ετοιμάζει, που προπαρασκευάζει («ἑτοιμαστικὴ φωνή» η φωνή που ετοιμάζει την ακοή τών ανθρώπων, Επιφάν.) …   Dictionary of Greek

  • προετοιμαστής — ὁ, Μ [προετοιμάζω] αυτός που προετοιμάζει, που προπαρασκευάζει κάποιον ή κάτι …   Dictionary of Greek

  • προπαρασκευαστής — ο, Ν άτομο που προπαρασκευάζει με ιδιαίτετα μαθήματα κάποιον, φροντιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < προπαρασκευάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1805 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • τυφλοπόντικας — (talpa Europaea). Θηλαστικό της οικογένειας των ασπαλακιδών, της τάξης των εντομοφάγων. Έχει μήκος 11 15 εκ. χωρίς την ουρά. Το κεφάλι του δεν είναι μεγάλο, στερείται σχεδόν λαιμού, και το ρύγχος του είναι μυτερό. Έχει 44 δόντια δυνατά και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”